- ἐγχείβρομος
- ἐγχείβρομος, ον1 thundering with her spear epith. of Athene.
κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εγχειβρόμος — ἐγχειβρόμος, ον (Α) επίθετο τής Αθηνάς με το βροντερό έγχος … Dictionary of Greek
ἐγχειβρόμου — ἐγχείβρομος masc/fem/neut gen sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειβρόμῳ — ἐγχείβρομος masc/fem/neut dat sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek